στερεοτυπία

στερεοτυπία
η, Ν
1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία
2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την οποία στοιχειοθετείται η σελίδα, παράγεται αρνητικό αντίτυπό της και μέσα σ' αυτό χύνεται λειωμένο κράμα μολύβδου για να παραχθεί έκτυπη τυπογραφική πλάκα
3. φρ. «λεκτική στερεοτυπία»
ιατρ. επαναλαμβανόμενη, αδιάκοπη χρήση μικρού αριθμού λέξεων
4. μτφ. έλλειψη πρωτοτυπίας, έλλειψη ποικιλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotypie (< στερεότυπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Γκαρμπολά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στερεοτυπία — η 1. είδος τυπογραφικής τέχνης. 2. το να εμφανίζεται κάτι πάντα με την ίδια μορφή, έλλειψη ποικιλίας: Μας κούρασε η στερεοτυπία των λόγων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στερεοτυπία («στερεοτυπική πλάκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • στερεότυπος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει παραχθεί με στερεοτυπία 2.συνεκδ. αυτός που έχει τυπωθεί με στερεοτυπία («στερεότυπο βιβλίο») 3. μτφ. αυτός που εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος («στερεότυπη έκφραση») 4. το ουδ. ως ουσ. το στερεότυπο… …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπείο — το, Ν εργαστήριο όπου γίνεται η τυπογραφική στερεοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ., στον λόγιο τ. στερεοτυπεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στερεοτύπης — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην στερεοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + τύπης (< τύπτω), πρβλ. λινο τύπης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που αναφέρεται στη στερεοτυπία: Πήρε καινούρια στερεοτυπικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”